παπταίνω
51παμφαίνω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.) 2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ.… …
52περιπαπταίνω — Α βλέπω γύρω γύρω με φόβο ή με δειλία («πολλάκις ἐκ νηῶν πέλαγος περιπαπταίνοντες», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παπταίνω «περιβλέπω, περισκοπώ»] …
53παπτάνουσι — παπτά̱νουσι , παπταίνω look about one with a sharp aor subj act 3rd pl (epic doric) …
54παπτήνας — παπτήνᾱς , παπταίνω look about one with a sharp aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
55παπτήνασα — παπτήνᾱσα , παπταίνω look about one with a sharp aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …