παν-τερπής

  • 1παντερπής — ές, ΜΑ ευχάριστος σε όλους («ἰαχᾱς παντερπέος αὐλῶν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. ευ τερπής] …

    Dictionary of Greek