παν-δύνᾰμος

  • 1πανδύναμος — ον, Α παντοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] …

    Dictionary of Greek

  • 2παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …

    Dictionary of Greek