παν-δάλητος

  • 1πανδάλητος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. επίτριπτος*, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος 2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάλητος (< δηλοῦμαι / έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ α για μετρικούς… …

    Dictionary of Greek