πανώλης

  • 31Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …

    Dictionary of Greek

  • 32Όμπρεχτ, Γιάκομπ — (Jacob Obrecht, Μπεργκ οπ Ζόομ ή Ουτρέχτη 1453; – Φεράρα 1505). Φλαμανδός συνθέτης. Εργάστηκε ως διευθυντής χορωδίας στην Ουτρέχτη, όπου είχε ίσως μεταξύ των μαθητών του και τον Έρασμο, στη Φεράρα ως αρχιτραγουδιστής στην αυλή των Εστές, στο… …

    Dictionary of Greek

  • 33Ταμπρίζ — (Ταυρίδα). Πόλη (περίπου 597.976 κάτ.) του βορειοδυτικού Ιράν, πρωτεύουσα της επαρχίας του ανατολικού Αζερμπαϊτζάν (67.000 τ. χλμ., περίπου 4.180.376 κάτ.). To T. είναι προπάντων μεγάλο βιομηχανικό (εργοστάσια ειδών διατροφής, υφαντουργίας,… …

    Dictionary of Greek

  • 34πανούκλα — η 1. αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, αλλ. πανώλης: Κάθε χρόνο στην Ασία πεθαίνουν πολλά άτομα από πανούκλα. 2. μτφ., κακιά, μοχθηρή, άσχημη γυναίκα: Αυτή η πανούκλα, η γυναίκα του, τον έφαγε τον άνθρωπο. 3. φρ., «Απ έξω κούκλα και μέσα… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)