πανώλης

  • 21πανωλόβλητος — η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από τη νόσο πανώλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλης + βλητος (βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …

    Dictionary of Greek

  • 22πανώλεια — ἡ, Α [πανώλης] η πανωλεθρία …

    Dictionary of Greek

  • 23Αλεξιανοί — Μέλη θρησκευτικής αδελφότητας της Ολλανδίας και της Γερμανίας που δημιουργήθηκε τον 14ο αι. με σκοπό την προστασία των φτωχών και την ταφή των απόρων στη διάρκεια της μεγάλης επιδημίας πανώλης που μάστιζε τότε την Ευρώπη. Ονομάστηκαν Α. το 1462,… …

    Dictionary of Greek

  • 24βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …

    Dictionary of Greek

  • 25Διέπη — (Dieppe). Πόλη (34.673 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας. Αποτελεί διοικητικό κέντρο του νομού Σεν Μαριτίμ (6.278 τ. χλμ., 1.238.543 κάτ.). Βρίσκεται στις ακτές της Μάγχης και είναι ένα από τα σημαντικότερα αλιευτικά λιμάνια της Γαλλίας. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ηπίτης, Πέτρος Κ — (Πάργα τέλη 18ου αι. – Αθήνα 1861). Γιατρός. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου δημοσίευσε πραγματεία με τον τίτλο Λοιμολογία ή περί πανώλους, προφυλάξεως και εξολοθρεύσεως αυτής. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου συνδέθηκε στενά με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 27Λονγκένα, Μπαλντασάρε — (Baldassare Longhena, Βενετία 1598 – 1682). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της αρχιτεκτονικής μπαρόκ στη Βενετία. Αρχικά σπούδασε γλυπτική και δημιούργησε σχέδια βωμών (Σαν Πιέτρο ντι Καστέλο) και ταφικών μνημείων …

    Dictionary of Greek

  • 28Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… …

    Dictionary of Greek

  • 29Λορεντζέτι — (Lorenzetti). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών ζωγράφων. 1. Αμπρότζιο (Ambrogio, Σιένα, περ. 1290 – 1348;). Εργάστηκε στη Φλωρεντία και στη Σιένα από το 1319 έως το τέλος της ζωής του, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του αδελφού του Πιέτρο… …

    Dictionary of Greek

  • 30Μασσαλία — I (Marseille ή Marseilles). Πόλη (807.071 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Μπους ντι Pov (Bouches du Rhone, 5.112 τ. χλμ., 1.835.719 κάτ.) στην Προβηγκία. Χτισμένη στις ακτές ενός μεγάλου κόλπου της Μεσογείου, στους …

    Dictionary of Greek