πανία

  • 91μάινα — 1. (ναυτικό κέλευσμα) κατέβασε («μάινα τα πανιά») 2. (κέλευσμα προς τους εργάτες τών ελαιοτριβείων που στρέφουν τον μοχλό) σταμάτα 3. ως ουσ. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο αυτοί που παίζουν χωρίζονται σε δύο αντίθετα στρατόπεδα και κυνηγούν οι… …

    Dictionary of Greek

  • 92μάντος — ο (Μ μάντος) σχοινί με το οποίο συνδέονται η κεραία και τα πανιά τού καραβιού νεοελλ. 1. το πολύσπαστο, κν. παλάγκο 2. φρ. «μάντος τού πεσκαδούρου» το σύσπαστο τού μασχαλιστήρα, το οποίο χρησιμεύει για τον χειρισμό τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ …

    Dictionary of Greek

  • 93μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ …

    Dictionary of Greek

  • 94μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 95μονάρμενο — το πλοίο που έχει μόνο ένα κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + άρμενο «πανιά» …

    Dictionary of Greek

  • 96μπελού — η είδος μικρού καραβιού με πανιά, η λιβυρνίς* …

    Dictionary of Greek

  • 97μπεργαντί — και μπεργαδί και μπεργατί και περγαδί και περγαντί και περγάντιν και περγαντίν και περγατί, το (Μ μπεργαντί και μπεργαδί και μπεργατί και περγαδί και περγαντί και περγάντιν και περγαντίν και περγατί) 1. μικρό πλοίο συνοδείας, χαμηλό και χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 98μπισκαγιέν — το ναυτ. τύπος αλιευτικού πλοίου με δύο κατάρτια και τετράγωνα πανιά, που χρησιμοποιείται κυρίως στον Βισκαϊκό Κόλπο για την αλιεία τής αντζούγιας και τής σαρδέλας …

    Dictionary of Greek

  • 99μπρατσάρω — [μπράτσα] ναυτ. εκτελώ κερούλκηση, δηλαδή τραβώ και δένω το σχοινί που διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, τακτοποιώ τις κεραίες και τα πανιά τού ιστιοφόρου για να ξεκινήσει, κερουλκώ …

    Dictionary of Greek

  • 100ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …

    Dictionary of Greek