πανία

  • 81κατάρτι — το (AM κατάρτιον, Μ κατάρτιν) ψηλός στύλος στον οποίο στηρίζονται τα πανιά τού πλοίου, ο ιστός τού πλοίου μσν. δοκάρι αρχ. μέρος τού υφαντικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού επιθ. κατ άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» (<… …

    Dictionary of Greek

  • 82καταπεταννύω — (Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω) αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ. β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε»… …

    Dictionary of Greek

  • 83κλίπερ — (Clipper). Τύπος μεγάλου και γρήγορου ιστιοφόρου, που επινοήθηκε στη Βόρεια Αμερική κατά τα μέσα του 19ου αι. και προοριζόταν για υπερωκεάνια ταξίδια μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων. Τα κ. είχαν ακριβέστατα μελετημένη καρίνα, ώστε να… …

    Dictionary of Greek

  • 84κολπώνω — (AM κολπῶ, όω, Μ και κολπώνω) [κόλπος] δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά τού καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν. γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ… …

    Dictionary of Greek

  • 85κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …

    Dictionary of Greek

  • 86λάσκος — α, ο 1. χαλαρός 2. φρ. «τόν αφήνω λάσκο» ή «τού αφήνω λάσκο» τού λασκάρω τα λουριά, χαλαρώνω την επίβλεψη. επίρρ... λάσκα χαλαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προστ. λάσκα (πρβλ. λάσκα τα πανιά) < ιταλ. lasca προστ. τού lascare] …

    Dictionary of Greek

  • 87λαιφόπτερος — λαιφόπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει πανιά σαν φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαῖφος + πτερόν] …

    Dictionary of Greek

  • 88λατίνι — Τριγωνικό πανί των ιστιοφόρων. Βλ. λ. ιστία ή πανιά. * * * το 1. τριγωνικό ιστίο παλαιών ιστιοφόρων 2. συνεκδ. λατινάδικο, πλοιάριο με τριγωνικά ιστία 3. μτφ. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από αλεύρι, λάδι και μέλι, αλλ. φοινίκι,… …

    Dictionary of Greek

  • 89λεμβοδρομία — η αγώνας ταχύτητας λέμβων που κινούνται με πανιά ή κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ειρηναίο Ασώπιο] …

    Dictionary of Greek

  • 90λινοπόρος — λινοπόρος, ον (Α) (για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο πόρος, οδοι πόρος] …

    Dictionary of Greek