πανία

  • 61γαλιόνι — Μεγάλο ιστιοφόρο πλοίο, κυρίως μεταφορικό ή μεταγωγικό, που ήταν σε χρήση κατά τον 16o και 17o αι. Το γ., που υπήρξε ο άμεσος πρόδρομος του πλοίου γραμμής, προήλθε από τα στρογγυλά μεσαιωνικά πλοία, που κι αυτά είχαν προέλθει από τα μεγάλα… …

    Dictionary of Greek

  • 62γραντί — το 1. το χοντρό σκοινί το οποίο ράβεται γύρω από τα πανιά τών σκαφών για να μη σκίζονται από τον αέρα 2. φρ. α) «κάτω γραντί» το χοντρό σκοινί με τα μολύβια με το οποίο αρματώνεται το κάτω μέρος τού σάκου τής τράτας β) «πάνω γραντί» το ψιλό… …

    Dictionary of Greek

  • 63δίκροτο — Ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο, που σταμάτησε να χρησιμοποιείται στα μέσα του 19ου αι. Το δ. συγκαταλεγόταν στα βαριά πλοία της εποχής του. Διέθετε δύο σειρές πυροβόλα σε κάθε πλευρά, τρία κατάρτια και τετράγωνα πανιά. To ιστιοφόρο αυτό, εξαιτίας της… …

    Dictionary of Greek

  • 64διάνδιχα — (Α) [άνδιχα] επίρρ. 1. κατά δύο τρόπους («διάνδιχα μερμήριξεν» στάθηκε αναποφάσιστος, ταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αποφάσεις) 2. φρ. «διάνδιχα νηὸς ἰούσης» ενώ προχωρούσε το πλοίο με πανιά και με κουπιά …

    Dictionary of Greek

  • 65δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 66εγκολπώνομαι — (AM ἐγκολπῶ, όω) τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μου μσν. νεοελλ. ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι») αρχ. 1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους 2. φουσκώνω τα… …

    Dictionary of Greek

  • 67εμβρέμομαι — ἐμβρέμομαι (Α) ηχώ δυνατά («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἰστίῳ ἐμβρέμεται» φοβερός άνεμος σφυρίζει μέσα στα πανιά τού πλοίου) …

    Dictionary of Greek

  • 68εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… …

    Dictionary of Greek

  • 69επίρραμμα — το (Α ἐπίρραμμα) [επιρράπτω] αυτό που προστίθεται σε κάτι με ραφή, το μπάλωμα νεοελλ. ναυτ. λωρίδα υφάσματος που ράβεται πάνω στα πανιά πλοίου, κατά την κατασκευή τους, για να ενισχύσει ορισμένα σημεία τους …

    Dictionary of Greek

  • 70επουριάζω — ἐπουριάζω (Α) 1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.) 2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω,… …

    Dictionary of Greek