πανία

  • 51αρμένισμα — το [αρμενίζω] το ταξίδι του πλοίου με πανιά …

    Dictionary of Greek

  • 52αρμαδώρος — ο 1. αυτός που ράβει τα πανιά των πλοίων 2. εκείνος που αναλαμβάνει να αρματώσει το πλοίο ή να τοποθετήσει όλα τα εξαρτήματα …

    Dictionary of Greek

  • 53αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …

    Dictionary of Greek

  • 54αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …

    Dictionary of Greek

  • 55αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …

    Dictionary of Greek

  • 56βιαρετζίνα — η τύπος αλιευτικού σκάφους, του οποίου τα πανιά μοιάζουν με της μπρατσέρας και το σκαρί με της ανεμότρατας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βιαρέτζιο (Viareggio), πόλη και λιμάνι της Ιταλίας στη Λιγυρική θάλασσα] …

    Dictionary of Greek

  • 57βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …

    Dictionary of Greek

  • 58γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… …

    Dictionary of Greek

  • 59γαλέα — (I) η (Μ γαλέα) μικρό πολεμικό πλοίο με πανιά και κουπιά που τό χρησιμοποιούσε ο βυζαντινός στόλος ως ανιχνευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < (κάτω ιταλ.) galea]. (II) η βλ. γαλιά …

    Dictionary of Greek

  • 60γαλεάτσα — και γαλιάτσα και γαλεάσσα η πολεμικό πλοίο τού 16ου και 17ου αιώνα με κουπιά και πανιά, βαρύτερο και ισχυρότερο από τη γαλέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galeazza (βενετ. gαliαzzα)] …

    Dictionary of Greek