πανία
41άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …
42έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …
43αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …
44ακατέβαστος — η, ο 1. εκείνος που δεν τόν έχουν κατεβάσει «ακατέβαστα πανιά» 2. εκείνος που δεν έχει κατέβει χαμηλότερα από την ψηλότερη τοποθεσία όπου διαμένει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβαστός < κατεβάζω] …
45αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …
46αμαϊνάριστος — η, ο [μαϊνάρω] 1. (για πανιά πλοίου ή για σημαίες) αυτός που δεν μαζεύτηκε, δεν κατεβάστηκε, δεν διπλώθηκε 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαλμάριστος …
47ανακολπώνομαι — (Α ἀνακολπῶ, όω) νεοελλ. (για πανιά πλοίου) φουσκώνω από τον αέρα αρχ. ἀνακολπάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολπῶ «σχηματίζω κάτι σε είδος κόλπου, κάνω το ιστίο να εξογκωθεί, να φουσκώσει». ΠΑΡ. νεοελλ. ανακόλπωαη] …
48ανακόλπωση — η [ανακολπώνομαι] (για πανιά πλοίου) διόγκωση από τον αέρα, φούσκωμα …
49ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …
50αντένα — η 1. η κεραία του ιστού του πλοίου, η οποία χρησιμεύει για να εξαρτηθούν τα πανιά του 2. η κεραία του ανεμόμυλου ή αντλητικής μηχανής 3. η κεραία του ασύρματου 4. το πόδι, το σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) antena < λατ. antenna] …