πανία

  • 31Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 32ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …

    Dictionary of Greek

  • 33πανί — το (λ. λατ.) 1. ύφασμα λινό ή βαμβακερό: Πανί χοντρό, πανί γερό, πανί καλά φασμένο. 2. κομμάτι υφάσματος: Πάρε ένα πανί και σκούπισε τα παπούτσια. 3. ειδικά ραμμένο ύφασμα για ρούχο βρέφους, σπάργανο: Τα πανιά του μωρού πρέπει να είναι καθαρά. 4 …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 34στιγκάρω — (λ. ιταλ.), στίγκαρα και στιγκάρισα, μαζεύω τα πανιά του πλοίου: Ήταν τέτοια η κακοκαιρία, που αναγκάστηκαν να στιγκάρουν όλα τα πανιά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 35φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 36pā- : pǝ- and pā-t- : pǝ-t- —     pā : pǝ and pā t : pǝ t     English meaning: to feed, graze     Deutsche Übersetzung: “fũttern, nähren, weiden”     Material: Arm. hauran “herd” (*pü tro ), hoviv “herdsman, shepherd” (*ou̯i pü ); Gk. Dor. πανία πλησμονή, πάνια τὰπλήσμια;… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 37Nicholas X. Notias — Born Νίκος Νοτιάς 1966 New York, USA Residence Manhattan, NY Nationality …

    Wikipedia

  • 38CNECUS — Graece Κνῆκος, herbae nomen, quam Cartamum vocant officinae: Eius flos luteus sive croceus, semen vero candidum. Unde κνηκὸν mkodo pro luteo, modo pro albo colore, sumptum Graecis. Hesychius, Κνηκὸν τὸ κροκίζον χρῶμα ἐπὶ τȏυ ἄνθους, ὅτε δὲ ἐπὶ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 39PANUCLA — in plur. Panuclae, Isidoro l. 19. c. 29. dictae, quod ex iis panni texantar: ipsae enmim discurrunt per telam: Vox textoria. Primum enim in tela contexenda, telae pedes erigere et iugum iis fuit imponere, quod Ovid l. 6. Met. v. 55. telam iugo… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 40άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… …

    Dictionary of Greek