πανία

  • 121σιγουράρω — Ν 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, εξασφαλίζω («σιγούραρε το καΐκι του» αγκυροβόλησε το καΐκι του σε ασφαλές λιμάνι) 2. ναυτ. (σχετικά με πανί) χαμηλώνω ή χαλαρώνω 3. (αμτβ.) ασφαλίζομαι («τώρα που υπογράψαμε συμβόλαιο, σιγουράρισα») 4. (η προστ …

    Dictionary of Greek

  • 122σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… …

    Dictionary of Greek

  • 123σκαλιέρα — η, Ν ναυτ. 1. σχοινί κατάλληλο για τις βαθμίδες τών ξαρτιών 2. οι βαθμίδες τών επιτόνων από τις οποίες ανεβαίνουν στα πανιά οι ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 124σκαντζάρω — Ν ναυτ. α) αλλάζω, αντικαθιστώ β) (κυρίως για άνδρες τής φρουράς ή ναυτικούς σε υπηρεσία) μπαίνω στη θέση κάποιου άλλου, αλλάζω βάρδια ή σκοπιά με κάποιον άλλο («νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει. / Σκαντζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη»,… …

    Dictionary of Greek

  • 125σκότα — η, Ν ναυτ. σχοινί με το οποίο τεντώνονται τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scotta < φραγκ. skota] …

    Dictionary of Greek

  • 126στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… …

    Dictionary of Greek

  • 127στρωμάτσα — η, Ν ναυτ. παράβλημα σχηματιζόμενο από παλαιά σχοινιά ή πανιά που κρέμεται στα πλευρά τού πλοίου για να τό προφυλάσσει από τις κρούσεις και την τριβή με την προβλήτα ή άλλα αγκυροβολημένα πλοία, αλλ. μάλαγμα …

    Dictionary of Greek

  • 128τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από …

    Dictionary of Greek