πανία
101ξαρματώνω — (Μ ξαρματώνω και ξερματώνω και ξηρματώνω) αφαιρώ τα άρματα, τον οπλισμό από κάποιον, αφοπλίζω νεοελλ. 1. αφαιρώ τον εξοπλισμό, δηλ. τα κατάρτια, τα πανιά και τα άρμενα πλοίου, παροπλίζω 2. μτφ. προσβάλλω κάποιον αφοπλίζοντάς τον 3. βγάζω τα όπλα …
102ξεγραντολόγημα — το [ξεγραντολογώ] ναυτ. η εκραφή τού γραντιού, τού χοντρού σχοινιού που ράβεται γύρω από τα πανιά τών σκαφών για να μη σκίζονται από τον αέρα …
103ξυλάρμενος — η, ο (για πλοίο) αυτό τού οποίου η προωστική διάταξη έπαυσε να λειτουργεί λόγω βλάβης ενώ βρισκόταν εν πλω. επίρρ... ξυλάρμενα με μαζεμένα τα πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άρμενο (πρβλ. τριάρμενος)] …
104οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …
105ολκάς — Αρχαίο ελληνικό φορτηγό πλοίο. Είχε μεγάλο όγκο και πλάτος. Σε αρχαιότερους ακόμα χρόνους ήταν κοίλο και χωρίς κατάστρωμα. Το πλοίο αυτό είχε πανιά. Πολλές φορές όμως το ρυμουλκούσαν και σπανιότερα το κινούσαν με κουπιά. Ο. είχαν και οι αρχαίοι… …
106ολοφούσκωτος — η, ο εξογκωμένος σε όλη του τη μάζα ή την επιφάνεια, πολύ φουσκωμένος, καταφουσκωμένος («ολοφούσκωτα πανιά», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)* + φουσκωτός] …
107ορτσάρισμα — το [ορτσάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ορτσάρω, η στροφή, η κίνηση τού πλοίου προς το ρεύμα τού ανέμου ώς τη γωνία πέρα από την οποία τα πανιά παύουν να δέχονται τον άνεμο …
108πάνιον — Αρχαία πόλη της Θράκης στην Προποντίδα, στα νότια της Ραιδεστού. Από την πόλη αυτή καταγόταν ο ιστορικός Πρίσκος, που είναι γνωστός και ως Π. ο Πανίτης ή Πανιεύς. Η πόλη αναφέρεται κυρίως στα χρόνια των βασιλιάδων Ευμένη B’ και Αττάλου A’. Στα… …
109πάρωνας — ο / πάρων, ωνος, ΝΜΑ νεοελλ. ιστιοφόρο δίστηλο, δηλ. με δύο ψηλά κατάρτια, με σταυρωτές κεραίες και στους δύο ιστούς και τετράγωνα πανιά και στους δύο πόλους, κν. μπρίκι μσν. αρχ. ελαφρό, ευκίνητο πλοίο …
110παγόπλοιο — το έλκηθρο που μοιάζει με μικρή βάρκα εφοδιασμένη με ολισθητήρες και το οποίο κινείται πάνω στον πάγο με πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πλοίο] …