πανόπτης
1πανόπτης — all seeing masc nom sg …
2πανόπτης — ο / Μ θηλ. πανόπτρια, ΝΜΑ αυτός που μπορεί να βλέπει, να επιβλέπει ή να ελέγχει τα πάντα, πανεπόπτης αρχ. 1. (ως επίθ. τού Διός ή άλλων θεών και τού Ηλίου, αλλά και ανθρώπων («τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου», Αισχύλ.) 2. στον πληθ. Πανόπται τίτλος… …
3πανοπτέων — πανόπτης all seeing masc gen pl (epic ionic) …
4πανόπταις — πανόπτης all seeing masc dat pl …
5πανόπτην — πανόπτης all seeing masc acc sg (attic epic ionic) …
6πανόπτῃ — πανόπτης all seeing masc dat sg (attic epic ionic) …
7πανόπτα — πανόπτᾱ , πανόπτης all seeing masc nom/voc/acc dual πανόπτης all seeing masc voc sg πανόπτᾱ , πανόπτης all seeing masc gen sg (doric aeolic) πανόπτης all seeing masc nom sg (epic) …
8παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …
9πανόπτας — πανόπτᾱς , πανόπτης all seeing masc acc pl πανόπτᾱς , πανόπτης all seeing masc nom sg (epic doric aeolic) …
10Argus Panoptes — In Greek mythology, Argus Panoptes (Ἄργος Πανόπτης) or Argos, guardian of the heifer nymph Io and son of Arestor, [Therefore called Arestorides (Apollodorus ii.1.3, Apollonius Rhodius i.112, Ovid Metamorphoses i.624). According to Pausanias… …