παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας

  • 1κλυδωνίζομαι — (AM κλυδωνίζομαι) [κλύδων] 1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί») 2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή… …

    Dictionary of Greek