Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παντρεμένος

  • 1 παντρεμένος

    [пандрэмэнос] εκ. / ουσ. женатый.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παντρεμένος

  • 2 женатый

    женатый παντρεμένος я женат είμαι παντρεμένος
    * * *

    я жена́т — είμαι παντρεμένος

    Русско-греческий словарь > женатый

  • 3 брак

    брак
    1 м ὁ γάμος:
    вступать в \брак παντρεύομαι, ἐρχομαι είς γάμον; состоять в \браке εἶμαι παντρεμένος, εἶμαι ἐγγαμος, брак II м
    1. (в производстве) τό σκάρτο (εμπόρευμα);
    2. (изъян) τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι.

    Русско-новогреческий словарь > брак

  • 4 женитый

    жени||тый
    прил παντρεμένος, ὑπανδρευμένος.

    Русско-новогреческий словарь > женитый

  • 5 состоять

    состо||ять
    несов
    1. (быть) είμαι:
    \состоять· членом клу́ба εἶμαι μέλος τής λέσχης· \состоять в како́й-л. должности κατέχω κάποια θέση· \состоять в браке εἶμαι παντρεμένος·
    2. (заключаться) συνίσταμαι:
    разница \состоятьит в том, что... ἡ διαφορά συνίσταται στό ὅτι...·
    3. (быть составленным, иметь в своем составе) ἀποτελούμαι, συνίσταμαι, συγκροτοῦμαι:
    эта квартира \состоятьит из трех комнат αὐτό τό διαμέρισμα ἀποτελείται ἀπό τρία δωμάτια.

    Русско-новогреческий словарь > состоять

  • 6 брак

    α.
    γάμος• παντριά•

    церковный θρησκευτικός γάμος•

    гражданский брак πολιτικός γάμος•

    законный брак νόμιμος γάμος•

    брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•

    неравный брак ανισογαμία•

    фиктивный брак λευκός γάμος•

    вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•

    состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•

    расторгнуть брак διαλύω το γάμο.

    α.
    το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα).

    Большой русско-греческий словарь > брак

  • 7 женатый

    επ., βρ: -нат
    παντρεμένος, έγγαμος, συζευγμένος.
    εκφρ.
    -ая жизнь; -ое положение – η παντρεμένη ζωή, η ζωή των παντρεμένων.

    Большой русско-греческий словарь > женатый

  • 8 замужний

    -яя, -ее
    επ.
    1. παντρεμένος, συζυγικός βίος•

    -яя жизнь η ζωή των παντρεμένων.

    2. ουσ. θ. -яя η παντρεμένη.

    Большой русско-греческий словарь > замужний

  • 9 мужик

    α.
    1. (παλ. κ. διαλκ.) μουζίκος, χωρικός, αγρότης. || (παλ. υ βρ:) αγροίκος. αμόρφωτος.
    2. (απλ.) άνθρωπος, άντρας•

    умный мужик έξυπνος άνθρωπος.

    || ενήλικος παντρεμένος.
    3. σύζυγος, άντρας.

    Большой русско-греческий словарь > мужик

  • 10 состоять

    ρ.δ.
    1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•

    квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•

    семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•

    в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•

    разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...

    2. είμαι μέλος•

    состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.

    || είμαι, διατελώ, υπηρετώ•

    состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.

    || διατελώ σε μια κατάσταση•

    состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•

    состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•

    переписке έχω αλληλογραφία•

    состоять в дружбе έχω φιλία.

    γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•

    лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > состоять

  • 11 троеженец

    -нца α. τρίγαμος (που είναι παντρεμένος ταυτόχρονα με τρεις γυναίκες).

    Большой русско-греческий словарь > троеженец

См. также в других словарях:

  • παντρεμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ., βλ. παντρεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγγαμος — η, ο (AM ἔγγαμος, ον) αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος …   Dictionary of Greek

  • αρτίγαμος — ἀρτίγαμος, ον (Α) μόλις παντρεμένος …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …   Dictionary of Greek

  • μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • μνηστός — μνηστός, ή, όν (ΑΜ, Μ θηλ. και μνήστη) 1. αυτός που έχει μνηστευθεί 2. αυτός που είναι νόμιμα παντρεμένος μσν. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μνηστός μνηστήρας, αρραβωνιαστικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μνηστή και μνήστη αρραβωνιαστικιά αρχ. αυτός που αξίζει να …   Dictionary of Greek

  • μοιχεία — (Νομ.). Η εξώγαμη, κατά φύση, συνουσία ενός άντρα και μιας γυναίκας, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι παντρεμένος. Στην αρχαία Ελλάδα, η μυστική σαρκική σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • μονογαμία — η (ΑΜ μονογαμία) [μονόγαμος] γάμος με μία μόνο γυναίκα νεοελλ. 1. (κοινων. ανθρωπολ.) κοινωνικός θεσμός κατά τον οποίο ένας άντρας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα παντρεμένος με περισσότερες από μία συζύγους και μια γυναίκα να είναι σύζυγος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»