-
1 παντρεμένος
[пандрэмэнос] εκ. / ουσ. женатый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παντρεμένος
-
2 женатый
-
3 брак
брак1 м ὁ γάμος:вступать в \брак παντρεύομαι, ἐρχομαι είς γάμον; состоять в \браке εἶμαι παντρεμένος, εἶμαι ἐγγαμος, брак II м1. (в производстве) τό σκάρτο (εμπόρευμα);2. (изъян) τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι. -
4 женитый
жени||тыйприл παντρεμένος, ὑπανδρευμένος. -
5 состоять
состо||ятьнесов1. (быть) είμαι:\состоять· членом клу́ба εἶμαι μέλος τής λέσχης· \состоять в како́й-л. должности κατέχω κάποια θέση· \состоять в браке εἶμαι παντρεμένος·2. (заключаться) συνίσταμαι:разница \состоятьит в том, что... ἡ διαφορά συνίσταται στό ὅτι...·3. (быть составленным, иметь в своем составе) ἀποτελούμαι, συνίσταμαι, συγκροτοῦμαι:эта квартира \состоятьит из трех комнат αὐτό τό διαμέρισμα ἀποτελείται ἀπό τρία δωμάτια. -
6 брак
брак 1-а α.γάμος• παντριά•церковный θρησκευτικός γάμος•
гражданский брак πολιτικός γάμος•
законный брак νόμιμος γάμος•
брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•
неравный брак ανισογαμία•
фиктивный брак λευκός γάμος•
вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•
состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
брак 2-а α.το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα). -
7 женатый
επ., βρ: -натπαντρεμένος, έγγαμος, συζευγμένος.εκφρ.-ая жизнь; -ое положение – η παντρεμένη ζωή, η ζωή των παντρεμένων. -
8 замужний
-яя, -ееεπ.1. παντρεμένος, συζυγικός βίος•-яя жизнь η ζωή των παντρεμένων.
2. ουσ. θ. -яя η παντρεμένη. -
9 мужик
-а α.1. (παλ. κ. διαλκ.) μουζίκος, χωρικός, αγρότης. || (παλ. υ βρ:) αγροίκος. αμόρφωτος.2. (απλ.) άνθρωπος, άντρας•умный мужик έξυπνος άνθρωπος.
|| ενήλικος παντρεμένος.3. σύζυγος, άντρας. -
10 состоять
ρ.δ.1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•
семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•
в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•
разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...
2. είμαι μέλος•состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.
|| είμαι, διατελώ, υπηρετώ•состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.
|| διατελώ σε μια κατάσταση•состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•
состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•
переписке έχω αλληλογραφία•
состоять в дружбе έχω φιλία.
γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.
-
11 троеженец
-нца α. τρίγαμος (που είναι παντρεμένος ταυτόχρονα με τρεις γυναίκες).
См. также в других словарях:
παντρεμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ., βλ. παντρεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγγαμος — η, ο (AM ἔγγαμος, ον) αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος … Dictionary of Greek
αρτίγαμος — ἀρτίγαμος, ον (Α) μόλις παντρεμένος … Dictionary of Greek
ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
μνηστός — μνηστός, ή, όν (ΑΜ, Μ θηλ. και μνήστη) 1. αυτός που έχει μνηστευθεί 2. αυτός που είναι νόμιμα παντρεμένος μσν. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μνηστός μνηστήρας, αρραβωνιαστικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μνηστή και μνήστη αρραβωνιαστικιά αρχ. αυτός που αξίζει να … Dictionary of Greek
μοιχεία — (Νομ.). Η εξώγαμη, κατά φύση, συνουσία ενός άντρα και μιας γυναίκας, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι παντρεμένος. Στην αρχαία Ελλάδα, η μυστική σαρκική σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, αποτελούσε… … Dictionary of Greek
μονογαμία — η (ΑΜ μονογαμία) [μονόγαμος] γάμος με μία μόνο γυναίκα νεοελλ. 1. (κοινων. ανθρωπολ.) κοινωνικός θεσμός κατά τον οποίο ένας άντρας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα παντρεμένος με περισσότερες από μία συζύγους και μια γυναίκα να είναι σύζυγος… … Dictionary of Greek