-
1 вовек
κ. вовеки, επίρ.1. αιώνια, για πάντα, παντοτινά.2. ποτέ, ουδέποτε•-его слава не умрет η δόξα του θα είναι (θα μείνει) αθάνατη.
εκφρ.во веки веков – στους αιώνες των αιώνων, στους αιώνες τους άπαντες. -
2 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
3 всё
επίρ.1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.
2. μέχρι τώρα, και τώρα•он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.
3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.
4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•
всё более и более όλο και πιο πολύ.
5. όμως, εν τούτοις, αλλά•как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).
εκφρ.всё ж – κ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως. -
4 всегда
επίρ.πάντοτε, πάντα, παντοτινά, ολοένα, όλον τον καιρό. || αιώνια. -
5 довеку
επίρ. (διαλκ.) παντοτινά, όλη τη ζωή, ως το τέλος, αιώνια. -
6 навек
κ. навекиεπίρ.αιώνια, για πάντα ή παντοτινά. -
7 навсегда
επίρ.παντοτινά, για πάντα•из-чз навсегда εξαφανίστηκε για πάντα•
раз навсегда μια για πάντα.
-
8 насовсем
επίρ.(απλ.) εντελώς, παντοτινά, για πάντα•отдить насовсем δίνω για πάντα.
См. также в других словарях:
παντοτινά — (επίρρ. χρον. για δήλωση διάρκειας στο μέλλον), αλλ. πάντα, πάντοτε: Θα σ αγαπώ παντοτινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παντοτινά — επίρρ. βλ. παντοτινός … Dictionary of Greek
αείβιος — α, ο, και ος, ο εκείνος που ζει παντοτινά, αθάνατος, αιώνιος … Dictionary of Greek
αειμακάριστος — η, ο και ος, ο (AM ἀειμακάριστος, ον) ο άξιος να τόν μακαρίζει κανείς παντοτινά, δηλ. να τόν θεωρεί μακάριο, ευτυχή το επίθ. αυτό αποδίδεται ειδικά από τους υμνογράφους στη Θεοτόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μακαριστὸς < μακαρίζω] … Dictionary of Greek
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
αιώνιος — ια (και ία), ιο (Α αἰώνιος, ία, ιον και ιος, ιον) 1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος 2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια παντοτινά νεοελλ. (για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας) 1. αυτός που μοιάζει … Dictionary of Greek
διαπαντός — (AM διὰ παντός) (χρον. επίρρ.) για πάντα, παντοτινά … Dictionary of Greek
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
σεμπερβίβο — (Sempervivum). Γένος φυτών της οικογένειας των Κρασουλιδών με 15 περίπου είδη. Φυτρώνουν σε ορεινές περιοχές και είναι πόες πολυετείς, σαρκώδεις, χαμηλές, χωρίς μίσχο. Ο βλαστός τους, που φτάνει σε ύψος 5 εκ., σχηματίζεται από τα φύλλα που είναι… … Dictionary of Greek