παντοπώλης
1παντοπώλης — huckster masc nom sg παντοπωλέω to be a general dealer imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2παντοπώλης — ο, θηλ. παντοπώλις και παντοπώλισσα / Α και πανταπώλης, θηλ. παντόπωλις, ιδος, ΝΜΑ αυτός που πωλεί κάθε είδους πράγματα, ιδίως τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο πώλης] …
3παντοπώλης — ο έμπορος ειδών παντοπωλείου, αλλ. μπακάλης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παντοπῶλα — παντοπώλης huckster masc voc sg παντοπώλης huckster masc nom sg (epic) …
5παντοπῶλαι — παντοπώλης huckster masc nom/voc pl …
6παντοπώλην — παντοπώλης huckster masc acc sg (attic epic ionic) …
7παντοπώλου — παντοπώλης huckster masc gen sg …
8παντοπωλώ — έω, Α [παντοπώλης] πωλώ κάθε είδους πράγματα, είμαι παντοπώλης …
9παντοπώλα — παντοπώλᾱ , παντοπώλης huckster masc nom/voc/acc dual παντοπώλᾱ , παντοπώλης huckster masc gen sg (doric aeolic) …
10παντοπώλας — παντοπώλᾱς , παντοπώλης huckster masc acc pl παντοπώλᾱς , παντοπώλης huckster masc nom sg (epic doric aeolic) …