πανστρᾰτιᾷ
1πανστρατιᾷ — πανστρατιά fem dat sg (attic doric aeolic) …
2πανστρατιά — η, ΝΜΑ το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας νεοελλ. κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού αρχ. (η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ με όλο το… …
3πανστρατιά — η η κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας: Η πανστρατιά είναι σημάδι πως το έθνος αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πανστρατιᾶι — πανστρατιᾷ , πανστρατιά fem dat sg (attic doric aeolic) …
5πανστρατιάν — πανστρατιά̱ν , πανστρατιά fem acc sg (attic doric aeolic) …
6πανστρατιᾶς — πανστρατιά fem gen sg (attic doric aeolic) …
7πανστρατιῇ — πανστρατιά fem dat sg (epic ionic) …
8παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …
9πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …