πανσπερμίᾳ
1πανσπερμία — πανσπερμίᾱ , πανσπερμία mixture of all seeds fem nom/voc/acc dual πανσπερμίᾱ , πανσπερμία mixture of all seeds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2πανσπερμίᾳ — πανσπερμίαι , πανσπερμία mixture of all seeds fem nom/voc pl πανσπερμίᾱͅ , πανσπερμία mixture of all seeds fem dat sg (attic doric aeolic) …
3πανσπερμία — η 1. μείγμα από πολλά και διάφορα σπέρματα. 2. πλήθος ανθρώπων διάφορων φυλών και εθνοτήτων: Η πανσπερμία είναι το χαρακτηριστικό της πληθυσμιακής δομής της Αμερικής. 3. βιολογική άποψη για την προέλευση της ζωής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η …
5πανσπερμίας — πανσπερμίᾱς , πανσπερμία mixture of all seeds fem acc pl πανσπερμίᾱς , πανσπερμία mixture of all seeds fem gen sg (attic doric aeolic) …
6πανσπερμίαν — πανσπερμίᾱν , πανσπερμία mixture of all seeds fem acc sg (attic doric aeolic) …
7πανσπερμίαις — πανσπερμία mixture of all seeds fem dat pl …
8πανσπερμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πανσπερμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμία. Η λ., στον πληθ. πανσπερμικοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …
9Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… …
10Panspermia — (Greek: πανσπερμία from πᾶς/πᾶν (pas/pan) all and σπέρμα (sperma) seed ) is the hypothesis that life exists throughout the Universe, distributed by meteoroids, asteroids and planetoids.[1] Panspermia proposes tha …