πανσπερμηδόν
1πανσπερμηδόν — with all sorts of seeds indeclform (adverb) …
2πανσπερμηδόν — Α επίρρ. με σπέρματα κάθε είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσπερμος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …
3-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …