πανουργία
1πανουργία — πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc/acc dual πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2πανουργίᾳ — πανουργίαι , πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) …
3πανουργία — η δόλια σκέψη, πονηριά, απάτη, τέχνασμα, κατεργαριά: Τελευταία άρχισε και η πανουργία της νόθευσης των φαρμάκων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… …
5πανουργίας — πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem acc pl πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem gen sg (attic doric aeolic) …
6πανουργίαι — πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) …
7πανουργίαν — πανουργίᾱν , πανουργία knavery fem acc sg (attic doric aeolic) …
8πανουργιῶν — πανουργία knavery fem gen pl …
9πανουργίαις — πανουργία knavery fem dat pl …
10πανουργίης — πανουργία knavery fem gen sg (epic ionic) …