πανουργία
91παραπαφίσκω — Α 1. εξαπατώ, αποπλανώ 2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο 3. θέλγω, γοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»] …
92παρευρημένως — Α επίρρ. με δόλιες, πανούργες επινοήσεις, με πανουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρευρημένος τού παρευρίσκω] …
93περισοφίζομαι — Α απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»] …
94περιτέχνησις — ήσεως, ἡ, Α [περιτεχνώμαι] 1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη 2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος …
95πηξιθάλαττα — ἡ, Α (για γυναίκα με πανουργία) αυτή που μπορεί να πήξει ακόμη και τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πήξις + θάλαττα] …
96ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… …
97ποικιλεύομαι — Α [ποικίλος] είμαι εύστροφος, ευμετάβλητος, άστατος ή πανούργος, μιλώ και ενεργώ με επιδεξιότητα ή με πανουργία …
98πολυκέρδεια — και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ [πολυκερδής] η ιδιότητα τού πολυκερδούς αρχ. η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.) …
99πολυμήτης — ὁ, Α ο πολύμητις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»), πρβλ. κακο μήτης] …
100πολυπαίπαλος — ον, Α 1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος 2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη] …