πανουργία

  • 81μηχανία — μηχανία, ἡ (ΑΜ, Α ποιητ. τ. μηχανίη, Μ και μηχανιά) δόλος, πανουργία, απάτη, τέχνασμα, παγίδα μσν. φρ. «μπαίνω εἰς μηχανίαν μετά τινος» σχεδιάζω κάτι με κάποιον ή κάνω συμφωνία με κάποιον σκεπτόμενος πονηρά ή υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή +… …

    Dictionary of Greek

  • 82μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …

    Dictionary of Greek

  • 83μηχανοπανουργία — μηχανοπανουργία, ἡ (Α) δόλιο τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πανουργία] …

    Dictionary of Greek

  • 84μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 85πάγη — πάγη, ἡ (Α) 1. καθετί που στερεώνει και συγκρατεί κάτι 2. (κατ επέκτ.) βρόχος, παγίδα 3. (ειδικά) παγίδα για τη σύλληψη θηραμάτων, κυνηγετικό δίχτυ 4. μτφ. δόλος, πανουργία 5. φρ. «ὑπόπυρος πάγη» μτφ. χαρακτηρισμός τών φάρων τού Ναυπλίου. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 86πίβουλος — η, ο, Ν 1. (στον Ερωτόκρ.) δόλιος, επίβουλος, πανούργος, απατεώνας («πίβουλο κοπέλλι») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) πίβουλα δόλια, με δόλο, με πανουργιά («όσ ώρα τούτα η Αρετή πίβουλ αναθιβάνει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπίβουλος με σίγηση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 87παμμηχανία — παμμηχανία, ἡ (Μ) [παμμήχανος] μεγάλη πανουργία …

    Dictionary of Greek

  • 88πανούργευμα — τὸ, Α [πανουργεύομαι] 1. πανούργημα*, πανουργία, δόλιο τέχνασμα 2. στον πληθ. τὰ πανουργεύματα (με καλή σημ.) θαυμαστά κατορθώματα …

    Dictionary of Greek

  • 89πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… …

    Dictionary of Greek

  • 90παραβουκολώ — έω, Α εκτρέπω κάποιον από τον δρόμο του με απάτη, δόλο ή πανουργία, εξαπατώ, παραπλανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βουκολῶ «εξαπατώ» (< βουκόλος»βοσκός»)] …

    Dictionary of Greek