πανουργία

  • 71κερδεία — κερδεία, ἡ (Α) [κέρδος] (κατά τον Ησύχ.) «πανουργία, ἀλωπεκία», δολιότητα …

    Dictionary of Greek

  • 72κεχαγιάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Άμφισσα. 1. Ευστάθιος. Αρχικά υπηρέτησε στο σώμα του Πανουργιά. Διακρίθηκε στη μάχη στο χάνι της Γραβιάς, όπου μετέφερε πολεμοφόδια για τους αμυνόμενους και βοήθησε σημαντικά στην παράταση της άμυνας …

    Dictionary of Greek

  • 73κλεπτοσύνη — κλεπτοσύνη, ἡ (Α) [κλέπτης] 1. η τέχνη τής κλοπής και τής απάτης 2. η πανουργία, ο δόλος, η απιστία («ὅς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνη», Ομ. Οδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 74κομψεία — κομψεία, η [κομψεύω] (Α) 1. (ιδίως για τη γλώσσα) λεπτότητα, κομψότητα, κοσμιότητα 2. (κατά τον Μοίριν) «κομψεία Ἀττικῶς πανουργία Ἑλληνικῶς» …

    Dictionary of Greek

  • 75κυβεία — Ιδιάζουσα μορφή κερδοσκοπίας. Εφαρμόζεται γενικά από χρηματιστές, τραπεζίτες κ.ά. και συνίσταται είτε στη διατάραξη της αγοράς αξιών και εμπορευμάτων μέσω της διάδοσης ψευδών, εξογκωμένων ή παραποιημένων ειδήσεων είτε μέσω άλλων, εξίσου… …

    Dictionary of Greek

  • 76κόμψευμα — το (ΑM κόμψευμα) [κομψεύω] αυτό που λέγεται με λεπτότητα, κομψός λόγος («δῆλον ὅτι τὸ κόμψευμα ἂν εἴη τοῡτο ψεῡδος», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. κομψός τρόπος, κομψότητα συμπεριφοράς 2. κομψό ντύσιμο αρχ. ευφυής, πανούργος λόγος, πανουργία …

    Dictionary of Greek

  • 77λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 78μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… …

    Dictionary of Greek

  • 79μαργιολιά — η [μαργιόλης] 1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία 2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της») …

    Dictionary of Greek

  • 80μεφιστοφελισμός — ο 1. ο τρόπος τού Μεφιστοφελή, η συμπεριφορά με πανουργία και σατανικότητα 2. διαβολικότητα, σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεφιστοφελής* + κατάλ. ισμός*] …

    Dictionary of Greek