πανουργία

  • 61δόλωμα — το (AM δόλωμα) κάθε μέσο ή τέχνασμα που έχει σκοπό την εξαπάτηση («δεν έπιασε το δόλωμα») νεοελλ. 1. ο δελεασμός 2. νοθεία 3. (ειδ.) κομμάτι τροφής που στερεώνεται σε παγίδα ή αγκίστρι για να τραβήξει την προσοχή τού θύματος, δέλεαρ αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 62επήρεια — η (AM ἐπήρεια) μσν. νεοελλ. η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου») αρχ. μσν. 1. κακή, βλαβερή επίδραση 2. επίθεση, κακομεταχείριση 3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία 4. φιλότιμο,… …

    Dictionary of Greek

  • 63επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… …

    Dictionary of Greek

  • 64επιμήχανος — ἐπιμήχανος, ον (Α) πανούργος, αυτός που σχεδιάζει με πανουργία κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 65κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 66κακομήτης — κακομήτης, ὁ (Α) κακομηδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο μήτης, αιμυλο μήτης] …

    Dictionary of Greek

  • 67κακομηχανία — κακομηχανία, ἡ (AM) [κακομηχανώ] το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῡ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 68κακοτροπία — η (Α κακοτροπία) [κακότροπος] 1. κακός τρόπος, κακή ανατροφή 2. στρυφνότητα, δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. κακία, πανουργία …

    Dictionary of Greek

  • 69κατεργαριά — η [κατεργάρης] 1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού κατεργάρη, δολιότητα, πανουργία, πονηριά 2. η πράξη τού κατεργάρη, απάτη, δόλος («με κατεργαριές θέλει να σού φάει την περιουσία») …

    Dictionary of Greek

  • 70κερδαλεότης — κερδαλεότης, ητος, ἡ (Μ) [κερδαλέος] πανουργία, δολιότητα …

    Dictionary of Greek