πανουργία

  • 51διαβολικότητα — η 1. η πανουργία 2. η μοχθηρότητα 3. η σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χαρίσιο Παπαμάρκου] …

    Dictionary of Greek

  • 52διανόηση — η (Α διανόησις, εως) [διανοούμαι] πνευματική λειτουργία που συνδέει έννοιες και κρίσεις νεοελλ. 1. το σύνολο τών διανοουμένων 2. τα επιστημονικά και πνευματικά έργα μιας περιόδου αρχ. 1. δόλος, πανουργία 2. τρόπος σκέψης …

    Dictionary of Greek

  • 53διπροσωπία — η (Μ διπροσωπία) [διπρόσωπος] δολιότητα, ανειλικρίνεια, πανουργία νεοελλ. τερατώδης διάπλαση η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κορμό και δύο κεφάλια συνενωμένα ώστε να εμφανίζονται δύο πρόσωπα …

    Dictionary of Greek

  • 54δολιεύομαι — (AM δολιεύομαι) φέρνομαι δόλια, με πανουργία αρχ. βλάπτω κάποιον με δόλο …

    Dictionary of Greek

  • 55δολιότητα — η (AM δολιότης) η ιδιότητα τού δόλιου, απάτη, πανουργία νεοελλ. δόλια πράξη …

    Dictionary of Greek

  • 56δολιώ — δολιῶ ( όω) (Α) 1. φέρνομαι σε κάποιον με πανουργία 2. είμαι δόλιος, πανούργος …

    Dictionary of Greek

  • 57δολοφροσύνη — δολοφροσύνη, η (AM) δολιότητα, πανουργία …

    Dictionary of Greek

  • 58δολόεις — δολόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για πρόσ.) δολερός, πανούργος 2. (για πράγμ.) αυτός που επινοήθηκε ή κατασκευάστηκε με πανουργία …

    Dictionary of Greek

  • 59δριμύτητα — η (AM δριμύτης) 1. οξύτητα γευστικών ουσιών 2. ορμητικότητα, σφοδρότητα 3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα μσν. ένταση αρχ. 1. δολιότητα, πανουργία 2. ευφυΐα, οξύνοια 3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα 4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών,… …

    Dictionary of Greek

  • 60δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …

    Dictionary of Greek