πανουργία

  • 41αλεπουδεύω — 1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω» 2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλεπούδ ες, πληθ. του ουσ. αλεπού] …

    Dictionary of Greek

  • 42αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …

    Dictionary of Greek

  • 43αναθίβαλμα — το [αναθιβάλλω] πανουργία, διαβολή, ραδιουργία …

    Dictionary of Greek

  • 44απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 45αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …

    Dictionary of Greek

  • 46γαλάνης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αργύρης. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στη Δράμπαλα κ.α. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη κ.α …

    Dictionary of Greek

  • 47δαιδαλόγλωσσος — δαιδαλόγλωσσος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί με πανουργία περίτεχνη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + γλωσσος < γλώσσα] …

    Dictionary of Greek

  • 48δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… …

    Dictionary of Greek

  • 49διάβολο- — α συνθετικό που στα μεν ουσιαστικά δηλώνει επινοητικότητα, πανουργία ή και ενοχλητική κάπως πραγματικότητα (π.χ. διαβολογυναίκα, διαβολόπαιδο, διαβολόκρυο) στα δε ρήματα ή ρηματικά κάτι ανάλογο με την έννοια τού διάβολος, σατανάς (π.χ.… …

    Dictionary of Greek

  • 50διαβολιά — η 1. πανουργία 2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα 3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος] …

    Dictionary of Greek