πανουργία

  • 31Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 32Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …

    Dictionary of Greek

  • 33Σουλιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κοσμάς. Πολέμησε στη μάχη της Γραβιάς με τον Πανουργιά, και προστάτευσε τους έγκλειστους στο χάνι της Γραβιάς, όταν επιχείρησαν έξοδο τη νύχτα της 8ης Μαΐου του 1821. 2. Κώστας. Οπλαρχηγός από την Πελοπόννησο.… …

    Dictionary of Greek

  • 34άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… …

    Dictionary of Greek

  • 35αδικομήχανος — ἀδικομήχανος, ον (Α) αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 36αδολεσχία — η (Α ἀδολεσχία) [ἀδολέσχης] πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρία («ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3) αρχ. 1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία 2. συνομιλία, ομιλία …

    Dictionary of Greek

  • 37αιγυπτιστί — αἰγυπτιστὶ επίρρ. (Α) [Αἰγύπτιος] 1. στην αιγυπτιακή γλώσσα 2. με τρόπο που αρμόζει στους Αιγυπτίους, δηλ. με δόλο, με πανουργία …

    Dictionary of Greek

  • 38αιμυλομήτης — αἱμυλομήτης ( ου), ο (Α) αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος* + μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 39αιολόμυθος — αἰολόμυθος, ον (Μ) αυτός που μιλάει με πανουργία, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μῦθος] …

    Dictionary of Greek

  • 40αλεποσύνη — και αλουποσύνη [αλεπός] αλεπουδίσια πανουργία, πονηριά, δολιότητα …

    Dictionary of Greek