πανουργία

  • 101πολυπλοκία — ἡ, ΜΑ [πολύπλοκος] δολιότητα, πανουργία …

    Dictionary of Greek

  • 102πολυτροπία — και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [πολύτροπος] 1. η ιδιότητα τού πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα 2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 103πολύτροπος — η, ο / πολύτροπος, ον, ΝΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος νεοελλ. αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως)… …

    Dictionary of Greek

  • 104πονηρία — η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν [πονηρός] 1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα 2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα νεοελλ. δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία αρχ. 1. κακή κατάσταση, καχεξία 2. ποταπότητα 3. δειλία,… …

    Dictionary of Greek

  • 105πονηρεύω — ΝΜΑ [πονηρός] μέσ. πονηρεύομαι α) ενεργώ πονηρά, συμπεριφέρομαι με πανουργία, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα και δόλο για να εξαπατήσω β) κάνω πονηρές σκέψεις εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. ενεργ. α) κάνω κάποιον πονηρό («μην τό πονηρεύεις το παιδί») β)… …

    Dictionary of Greek

  • 106προσεπιτεχνώμαι — άομαι, Α τεχνάζομαι, επινοώ κάτι επί πλέον με πανουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτεχνῶμαι «τεχνάζομαι, επινοώ δόλους»] …

    Dictionary of Greek

  • 107προσυπάγομαι — Α προσελκύω κάποιον με ύπουλο τρόπο, παραπλανώ κάποιον («προσυπάγονται δὲ πολλαῑς λόγων ἀπάταις καὶ τοὺς Ἰσαυρίους», Ευάγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ* + ὑπάγω «ελκύω με πανουργία, εξαπατώ, αποπλανώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 108πτερνισμός — (I) ο, Ν [πτερνίζομαι] το φτέρνισμα. (II) ὁ, ΜΑ [πτερνίζω] χτύπημα με τη φτέρνα, κλοτσιά αρχ. 1. υποσκελισμός με τέχνασμα ή με δόλο 2. δολιότητα, πανουργία, επιβουλή …

    Dictionary of Greek

  • 109σατανικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού σατανικού 2. (σχετικά με ανθρώπινη ενέργεια) πανουργία, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σατανικός. Η λ., στον λόγιο τ. σατανικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 110σερπετάδα — η, Ν [σερπετός] 1. ζωηράδα, ευκινησία 2. ευφυΐα, ευστροφία 3. πανουργία …

    Dictionary of Greek