πανουργία

  • 11Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …

    Dictionary of Greek

  • 12Γκούρας, Ιωάννης — (Γκουρίτσα, Παρνασσίδα 1791 – Αθήνα 1826).Αγωνιστής του 1821. Παιδί φτωχής και άσημης οικογένειας, σε ηλικία 17 ετών τάχθηκε στο σώμα του συγγενούς του αρματολού Δ. Πανουργιά· τρία χρόνια πριν από την Επανάσταση πέρασε στην υπηρεσία του Οδυσσέα… …

    Dictionary of Greek

  • 13Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… …

    Dictionary of Greek

  • 14αλεπουδιά — η 1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα 2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά 3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)] …

    Dictionary of Greek

  • 15αρναούτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Δεσφίνα Παρνασσίδας. To 1821 τάχθηκε με τον Πανουργιά και πήρε μέρος στις μάχες Σαλώνων, Γραβιάς, Αλαμάνας, Αμπλιάνης, Αράχοβας, Διστόμου, Πέτρας και Αθήνας. Το 1829 κατατάχθηκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 16κακομητίη — κακομητίη, ἡ (Α) πανουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μῆτις «πανουργία»] …

    Dictionary of Greek

  • 17καταπανουργώ — (AM καταπανουργῶ, έω και καταπανουργεύω) 1. (ενεργ. και μέσ.) σκέπτομαι ή ενεργώ με δόλο, με πανουργία εναντίον κάποιου, μηχανορραφώ 2. μέσ. καταπανουργεύομαι, καταπανουργουμαι αποκρούω ή εξαπατώ κάποιον με πανουργία, με δολιότητα …

    Dictionary of Greek

  • 18κερδοσύνη — κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος) 1. πανουργία, δόλος, πονηριά 2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 19μεθοδεία — και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) [μεθοδεύω] 1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη 2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ) μσν. επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόληση αρχ. μέθοδος, τρόπος… …

    Dictionary of Greek

  • 20μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …

    Dictionary of Greek