πανιασταί

  • 1πανιασταί — οι, Α ιερός σύλλογος στη Ρόδο και την Πέργαμο, τον οποίο αποτελούσαν λάτρεις τού θεού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν + κατάλ. ιαστής (πρβλ. Απολλων ιασταί, Ασκλαπ ιασταί)] …

    Dictionary of Greek

  • 2Πανιστής — Πανιστής, ὁ, (Α) λάτρης τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση τού Πανιασταί*] …

    Dictionary of Greek