πανημέριος
1πανημέριος — masc nom sg …
2πανημέριος — και δωρ. τ. παναμέριος, ία ον, Α 1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα 2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι 3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.) 4. προσωνυμία τού Διός 5. (το ουδ …
3πανημερίων — πανημέριος fem gen pl πανημέριος masc/neut gen pl …
4πανημερίως — πανημέριος adverbial πανημέριος masc acc pl (doric) …
5πανημέριον — πανημέριος masc acc sg πανημέριος neut nom/voc/acc sg …
6πανημερίη — πανημέριος fem nom/voc sg (epic ionic) …
7πανημερίην — πανημέριος fem acc sg (epic ionic) …
8πανημερίης — πανημέριος fem gen sg (epic ionic) …
9πανημερίοις — πανημέριος masc/neut dat pl …
10πανημερίοισιν — πανημέριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …