πανηγύρι

  • 1πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 2πανηγύρι — το 1. γενικός εορτασμός θρησκευτικής εορτής: Αύριο έχουμε το πανηγύρι του χωριού. 2. διασκέδαση, ξεφάντωμα: Η ζωή δεν είναι μόνο πανηγύρι, αλλά έχει και βάσανα. 3. (ειρων.), φιλονικία, καβγάς, ανακατωσούρα: Σχεδόν κάθε βράδυ έχει πανηγύρι με τη… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3πανηγύρις — πανηγύρῑς , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4αγιομνήσι — το (Μ ἁγιομνήσιον) νεοελλ. 1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια 2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι μσν. άγια, ιερή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 5πανηγυρήσιος — α, ο [πανηγύρι] 1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή αυτός που προέρχεται από πανηγύρι, πανηγυριώτικος 2. φρ. «πανηγυρήσιος μάς ήλθε» ήλθε μεθυσμένος …

    Dictionary of Greek

  • 6πανηγυριώτης — ο, θηλ. ώτισσα αυτός που μετέχει σε πανηγύρι ή σε συναφή εορτασμό, πανηγυριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] …

    Dictionary of Greek

  • 7Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… …

    Dictionary of Greek

  • 8Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… …

    Dictionary of Greek

  • 9Τενίρς — (Teniers). Επώνυμο 2 Φλαμανδών ζωγράφων. 1. Νταβίντ ο πρεσβύτερος (1582 – 1649). Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Ρούμπενς και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου επηρεάστηκε από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ελτσάιμερ. Όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 10πανηγυριώτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από το πανηγύρι ή ταιριάζει σε πανηγύρι ή σε πανηγυριστές: Έφεραν στα παιδιά πανηγυριώτικα παιχνίδια. – Γύρισαν με κεφάλια πανηγυριώτικα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)