πανευμαρής

  • 1πανευμαρής — ές, Α πολύ ευχερής, ανετότατος, ευκολότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐμαρής «εύκολος»] …

    Dictionary of Greek

  • 2παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …

    Dictionary of Greek