πανδοκεία
1πανδοκεία — πανδοκείᾱ , πανδόκεια hostess fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2πανδόκεια — hostess fem nom/voc sg …
3πανδοκεία — ἡ, Α [πανδοκεύς] το έργο τού πανδοκέως, τού ξενοδόχου …
4πανδόκεια — και πανδόκια, ή, Α [πανδοκεύς] η ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου, η ξενοδόχος …
5πανδοκεῖα — πανδοκεῖον neut nom/voc/acc pl …
6πανδοκείαν — πανδοκείᾱν , πανδοκεία trade of an innkeeper fem acc sg (attic doric aeolic) …
7ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] …
8πανδόκευσις — ἡ, Α [πανδοκεύω] το έργο τού ξενοδόχου, η πανδοκεία* …
9πανδόκια — ή, Α βλ. πανδόκεια …