παναφῆλιξ
1παναφήλιξ — παναφήλιξ, ήλικος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει χωριστεί από όλους τους συντρόφους τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀφῆλιξ «γηραλέος»] …
2παναφῆλιξ — completely severed from companions of his own age masc/fem nom/voc sg …
3ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …
4παναφήλικα — παναφή̱λικα , παναφῆλιξ completely severed from companions of his own age masc/fem acc sg …
5παναφήλικι — παναφή̱λικι , παναφῆλιξ completely severed from companions of his own age masc/fem dat sg …