πανήμερος
1πανήμερος — masc/fem nom sg …
2πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… …
3πανήμερον — πανήμερος masc/fem acc sg πανήμερος neut nom/voc/acc sg …
4πανημερόν — πανήμερος ionic (indeclform adverb) …
5πανημέροις — πανήμερος masc/fem/neut dat pl …
6πανημέρου — πανήμερος masc/fem/neut gen sg …
7πανημέρῳ — πανήμερος masc/fem/neut dat sg …
8πανήμεροι — πανήμερος masc/fem nom/voc pl …
9πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) …
10Πανάμαρος — και Πανήμερος και Πανημέριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στην Καρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡμέρα / ἀμάρα] …
- 1
- 2