παμπληθία
1παμπληθία — παμπληθία, ἡ (Α) [παμπληθής] όλο το πλήθος («παμπληθία οἰκετών», Σοφ.) …
2παμπληθίαν — παμπληθίᾱν , παμπληθία multitude fem acc sg (attic doric aeolic) …
1παμπληθία — παμπληθία, ἡ (Α) [παμπληθής] όλο το πλήθος («παμπληθία οἰκετών», Σοφ.) …
2παμπληθίαν — παμπληθίᾱν , παμπληθία multitude fem acc sg (attic doric aeolic) …