παμμιγῆ

  • 1παμμιγῆ — παμμιγής mixed of all sorts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παμμιγής mixed of all sorts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παμμιγής mixed of all sorts masc/fem acc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2παμμιγής — παμμιγής, ές (Α) 1. ο αναμεμιγμένος με κάθε είδος («παμμιγῆ ἔθνη», ΠΔ) 2. (η αιτ. πληθ. ουδ. ως επίρρ.) παμμιγῆ με κάθε είδους ανάμιξη. επίρρ... παμμιγῶς (Μ) με ανάμικτο τρόπο, εντελώς ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι)] …

    Dictionary of Greek