παλιντυχεῖ

  • 1παλιντυχεῖ — παλιντυχής with a reverse of fortune masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παλιντυχής with a reverse of fortune masc/fem/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek