παλινδρομῶν σφυγμός

  • 1παλινδρομώ — (ΑΜ παλινδρομῶ, έω) [παλίνδρομος] νεοελλ. 1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά 2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατος μσν. (για ακόντιο που ρίχνεται κατά τής ασπίδας) τινάζομαι… …

    Dictionary of Greek