παλαίστρᾳ
1παλαίστρα — παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc/acc dual παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2παλαίστρᾳ — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) …
3παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… …
4παλαίστρα — η ο τόπος όπου γίνεται η πάλη, μτφ. το οποιοδήποτε πεδίο άμιλλας: Θα αγωνιστούν στην παλαίστρα της επιστήμης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5παλαίστρας — παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem acc pl παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem gen sg (attic doric aeolic) …
6παλαίστραι — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) …
7παλαίστραν — παλαίστρᾱν , παλαίστρα wrestling school fem acc sg (attic doric aeolic) …
8Палестра — (Παλαίστρα, palaestra). Палестрами назывались у греков в противоположность общественным учреждениям для гимнастических упражнений, называемым гимназиями, школы для физических упражнений, содержавшиеся частными лицами, где мальчики получали… …
9παλαιστρῶν — παλαίστρα wrestling school fem gen pl …
10παλαῖστραι — παλαίστρα wrestling school fem nom/voc pl …