παλαιστής
1παλαιστής — wrestler masc nom sg …
2παλαιστής — (I) ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) [παλαίω] αυτός που ασκεί το αγώνισμα τής πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση αρχ. 1. αντίπαλος, εχθρός 2. συναγωνιστής 3. στρατιώτης («λόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.). (II)… …
3παλαιστής — ο θηλ. παλαίστρια ο αθλητής της πάλης, αλλ. πεχλιβάνης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παλαιστῆς — παλαιστέω thrust away with the hand pres ind act 2nd sg (doric) παλαιστή fem gen sg (attic epic ionic) παλαστή palm of the hand fem gen sg (attic epic ionic) …
5παλαίστης — παλαιστέω thrust away with the hand imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
6παλαιστά — παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc/acc dual παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc sg (doric aeolic) παλαιστά̱ , παλαιστής wrestler masc nom/voc/acc dual παλαιστής wrestler masc voc sg παλαιστής wrestler masc nom sg (epic) παλαιστά̱ , παλαστή palm of the …
7Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …
8παλαιστάς — παλαιστά̱ς , παλαιστή fem acc pl παλαιστά̱ς , παλαιστής wrestler masc acc pl παλαιστά̱ς , παλαιστής wrestler masc nom sg (epic doric aeolic) παλαιστά̱ς , παλαστή palm of the hand fem acc pl …
9Palaestes — PALAESTES, æ, Gr. Παλαιστὴς, ου, ein Beynamen des Jupiters. Lycophr. v. 41. Er bekam solchen, als er die Gestalt eines Kämpfers annahm, und, da sich sonst niemand fand, der es mit dem Herkules bey den neu angestellten olympischen Spielen wagen… …
10αεροπλανικός — ή, ό [αεροπλάνο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αεροπλάνο, ή ο κατάλληλος για την προσγείωση αεροπλάνου (π. χ. «αεροπλανικός χώρος») 2. «αεροπλανικό κόλπο», παλαιστικό τέχνασμα, κατά το οποίο ο παλαιστής ανασηκώνει με τα δύο χέρια τον αντίπαλό …