παλαιοτάτῃ

  • 1παλαιοτάτη — παλαιός old in years fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2παλαιοτάτῃ — παλαιός old in years fem dat superl sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 4Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 5Παντσατάντρα — Λέγεται και Παντσαράτρα. Παλαιότατη ινδική συλλογή διδακτικών διηγήσεων, που την αποτελούσαν αρχικά 11 13 βιβλία και η οποία σώθηκε σε παραλλαγή. Η Π. περιέχει 70 μύθους, κυρίως σε πεζό, με ήρωες δύο τσακάλια, τον Καρατάκα και τον Νταμανάκα. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 6Πελασγία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Βρίσκεται στα BA της πρώην επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (52 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Κυπαρισσώνας (υψόμ. 330 μ.) και η Παραλία Πελασγίας… …

    Dictionary of Greek

  • 7αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 8ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… …

    Dictionary of Greek

  • 9κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …

    Dictionary of Greek

  • 10κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …

    Dictionary of Greek