παλαίτερος

  • 1παλαίτερος — παλαιός old in years masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μεσαίτερος — μεσαίτερος, έρα, ον (Α) συγκριτ. τ. τού μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῡ μέσου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. συγκρ. τερος (πρβλ. παλαίτερος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3πεπαίτερος — έρα, ον, Α ανώμαλος τ. συγκριτ. τού πέπων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4περαιτέρω — ΝΑ επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό νεοελλ. 1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα») 2. φρ. «το μη περαιτέρω» το… …

    Dictionary of Greek

  • 5kʷel-2 —     kʷel 2     English meaning: far (with regard to place and time)     Material: O.Ind. caramá “the letzte, äußerste”, cirás “long (temporal)”, Gk. τῆλε, Eol. πήλυι “afar, wide” (τηλό θεν, θι, σε), πάλαι “längst” (παλαιός “old”, παλαίτερος,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary