παλί-γναμπτος

  • 1πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …

    Dictionary of Greek

  • 2παλίγγναμπτος — και παλίγναπτος, ον (Α) κεκαμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + γναμπτός (< γνάμπτω «λυγίζω, κάμπτω»), πρβλ. εύγναμπτος] …

    Dictionary of Greek