παλίμπρατος
1παλίμπρατος — παλίμπρατος, ον (Α) 1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση 2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας 3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»),… …
2παλίμπρατος — sold again masc/fem nom sg …
3παλίμπρατον — παλίμπρατος sold again masc/fem acc sg παλίμπρατος sold again neut nom/voc/acc sg …
4παλίμπρατα — παλίμπρατος sold again neut nom/voc/acc pl …
5πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …