παλίλλογος
1παλίλλογος — (I) η, ο αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ήδη έχει πει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λόγος*]. (II) παλίλλογος, ον (Α) αυτός που συναθροίζεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λόγος (< λέγω «συλλέγω»)] …
2παλίλλογος — η, ο αυτός που ξαναλέει τα ίδια λόγια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3παλίλλογα — παλίλλογος collected again neut nom/voc/acc pl …
4πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …
5-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …
6-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …
7παλιλλογώ — (Α παλιλλογῶ, έω) λέγω πάλι αυτά που είπα, επαναλαμβάνω αρχ. ανακεφαλαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λογῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. *παλίλλογος] …